προσαρμογή

προσαρμογή
Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο σκοτάδι των σπηλαίων ή στις θαλάσσιες αβύσσους είναι τυφλά ή παράγουν φως μόνα τους· τα φυτά που φυτρώνουν στις ερήμους έχουν τις επιφάνειες εξίδρωσης (φύλλα) περιορισμένες και το στέλεχος κατάλληλο να διατηρεί το νερό (κάκτοι και παρεμφερή φυτά). Συνδεδεμένα με την π. είναι τα φαινόμενα σύγκλισης και μεταβλητότητας. Σύγκλιση είναι το φαινόμενο κατά το οποίο οργανισμοί που ζουν στο ίδιο περιβάλλον έχουν ίδια μορφή και διάρθρωση, όπως, για παράδειγμα, η υδροδυναμική γραμμή και το πτερυγιοειδές σχήμα των άκρων ώστε να επιτρέπουν και να διευκολύνουν την κολύμβηση στα ψάρια, στις φώκιες και στα κητοειδή. Μεταβλητότητα είναι, αντίθετα, η μορφοφυσιολογική διαφοροποίηση των συστηματικά συγγενών μορφών (φυλές ενός ίδιου είδους, είδη ενός ίδιου γένους) που ζουν σε διαφορετικά περιβάλλοντα όπως, π.χ. η πολική αλεπού με το λευκό και πυκνό τρίχωμα, σε σχέση με την κοκκινωπή κοινή αλεπού των μεσογειακών περιοχών και η ορεινή πεύκη με χαμηλά και απλωμένα κλαδιά, σε σχέση με την ήμερη πεύκη, τυπική των παράκτιων ζωνών, που έχει ψηλό κορμό και ευρύ φύλλωμα σε σχήμα ομπρέλας. Από την εξειδίκευση της π. εξαρτώνται τα όρια διάδοσης, σε ορισμένο περιβάλλον και σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή, κάθε είδους. Αυτό έχει και μεγάλη πρακτική σημασία (γεωργία, ζωοτεχνία) για τον εγκλιματισμό ζώων και φυτών σε τοποθεσίες και περιβάλλοντα διαφορετικά από τα αρχικά. (Ψυχολ.) Ο όρος π. χρησιμοποιείται για να εξηγηθεί μία διαδικασία μάθησης που κάνει το άτομο να παραιτείται από εγωιστικές απαιτήσεις και να συμπεριφέρεται κατά τρόπο παραδεκτό από την ομάδα μέσα στην οποία ζει. Η π. προϋποθέτει λοιπόν την πλήρη συμμόρφωση στους ηθικούς νόμους που διέπουν την ομάδα, καθώς και στις συνήθειές της, στα ήθη και έθιμά της. Όταν ένα άτομο δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, χαρακτηρίζεται απροσάρμοστο· αν η έλλειψη π. είναι πολύ σοβαρή, φτάνουμε σε μορφές εγκληματικότητας ή σε εκδηλώσεις ψυχοπαθολογικές. Ποικίλες αιτίες μπορούν να προκαλέσουν τήν έλλειψη π., όπως, για παράδειγμα, εσφαλμένες παιδαγωγικές μέθοδοι, ασταθείς κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, κλπ. Κρίσεις αδυναμίας προσαρμογής, λιγότερο ή περισσότερο έντονες, παρατηρούνται με κάποια συχνότητα κατά την περίοδο της εφηβείας. Παραλία στην Ερυθρά Θάλασσα προσαρμοσμένη στον αέρα και την ξηρασία, με μικρή εξωτερική και οριζόντια εσωτερική διαμόρφωση και μεγάλη ανάπτυξη των ριζών. Συγκλίνουσα ζωική προσαρμογή: ένα θηλαστικό (δελφίνι), ένα απολιθωμένο ερπετό (ιχθυόσαυρός) και ένα ψάρι (καρχαρίας)· έχουν αποκτήσει υδροδυναμική γραμμή και πτερύγια κατάλληλα για γρήγορη κολύμβηση. Προσαρμογή στη νυχτερινή διαβίωση (γκιώνης): η νυχτερινή όραση βελτιώνεται με τα μεγάλα μάτια, σε σχέση με το μέγεθος του κεφαλιού. Προσαρμογή στην υπόγεια ζωή (τυφλοπόντικας): Τα μπροστινά άκρα είναι παραμορφωμένα με ανεπτυγμένα και ισχυρά νύχια. Η προσαρμογή στο περιβάλλον είναι μέσο άμυνας πολλών ζώων και εξασφάλισης της επιβίωσής τους. Την προσαρμογή διαπιστώνουμε κυρίως σε έντομα, ακόμα και όταν έχουν τη μορφή κάμπιας. Τα έντομα αυτά παίρνουν συχνά το χρώμα των φύλλων ή των κορμών των δέντρων πάνω στα οποία ζουν.
* * *
η, ΝΜΑ [προσαρμόζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσαρμόζω, η ακριβής τοποθέτηση ενός αντικειμένου πάνω σε κάτι άλλο, η εφαρμογή (α. «προσαρμογή τού πώματος στο μπουκάλι»)
β. «προσαρμογὴ στημόνων», επιγρ.)
2. συνεκδ. στερέωση («η προσαρμογή τών επηνεγκίδων τού πλοίου)
νεοελλ.
1. μτφ. α) προσαρμοστικότητα («η προσαρμογή μερικών παιδιών στο σχολείο είναι δύσκολη»)
β) συμφωνία με κάτι ή συμμόρφωση προς κάτι (α. προσαρμογή στο κοινωνικό σύστημα» β. «προσαρμογή στις διατάξεις τού νόμου»)
2. βιολ. η διαδικασία με την οποία ένας οργανισμός, ζώο ή φυτό, καθίσταται οικείος προς το περιβάλλον του και ικανός να διαβιώσει, γεγονός που είναι αποτέλεσμα τής φυσικής επιλογής που δρά στη γενετική ποικιλότητα
2. φυσιολ. η ιδιότητα τών περισσότερων αισθητικών υποδοχέων να αλλάζουν απόκριση όταν δέχονται για αρκετό χρονικό διάστημα ένα συνεχές ερέθισμα, αλλ. εθισμός
3. (ψυχολ.) σύνολο δραστηριοτήτων μέσω τών οποίων το άτομο μεταβάλλει τη συμπεριφορά του έτσι ώστε να εναρμονίζεται με τον καλύτερο τρόπο σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον
4. (ηλεκτρολ.) ενέργεια ρύθμισης τών αντιστάσεων και ιδίως τών εμπεδώσεων δύο κυκλωμάτων που πρόκειται να συνδεθούν με τρόπο ώστε το ένα να παρέχει ισχύ στο άλλο
5. φρ. α) «προσαρμογή ακτινωτή»
βιολ. η εξέλιξη μιας ζωικής ή φυτικής ομάδας προς μια ευρεία ποικιλία τύπων, προσαρμοσμένων σε εξειδικευμένους τρόπους ζωής
β) «νόσος προσαρμογής»
ιατρ. νόσος που εμφανίζεται ύστερα από διάφορες επιβαρύνσεις τού οργανισμού και αποδίδεται, ελλείψει εμφανούς αιτιολογίας, σε εκτροπή τού συνδρόμου προσαρμογής
γ) «σύνδρομο προσαρμογής»
ιατρ. σύνολο μη ειδικών αντιδράσεων τού οργανισμού σε διάφορες επιβαρύνσεις, όπως λοιμώξεις, δηλητηριάσεις, κακώσεις, ισχυρές συγκινήσεις κ.ά. που περιλαμβάνει τρεις φάσεις: την αντίδραση συναγερμού, το στάδιο τής αντίστασης και το στάδιο τής εξάντλησης
δ) «προσαρμογή τού οφθαλμού»
φυσιολ. i) η προσαρμογή τού διοπτρικού συστήματος τού ματιού στην όραση από διαφορετικές αποστάσεις με τη μεταβολή τής κυρτότητας τού κρυσταλλοειδούς φακού και με την αλλαγή τού διαθλαστικού του δείκτη
ii) η προσαρμογή τού ματιού στην όραση υπό διαφορετικές συνθήκες φωτισμού, που επιτυγχάνεται με την μεταβολή τής ευαισθησίας τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα
ε) «προσαρμογή βολής»
στρ. η κατανομή τών σημείων πτώσεως ή διαρρήξεως βλημμάτων ως προς τον στόχο, η οποία επιτυγχάνεται με τη μετατόπιση τού μέσου σημείου συγκέντρωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσαρμογή — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προσαρμόζω, η στερέωση, το ταίριασμα: Προσαρμογή του πώματος στο δοχείο. 2. εθισμός, συνήθεια: Το μάτι έχει μεγάλη ικανότητα προσαρμογής στο φως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • βιορυθμοί — Η προσαρμογή (συγχρονισμός) ορισμένων ζωτικών φυσιολογικών λειτουργιών των οργανισμών στις περιοδικές μεταβολές παραγόντων του περιβάλλοντος (φως, θερμοκρασία, παλίρροιες, σεληνιακός κύκλος κλπ.). Με την προσαρμογή αυτή οι οργανισμοί καταφέρνουν… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”